- ακμάζω
- (Α ἀκμάζω)1. βρίσκομαι σε ακμή, σε πλήρη άνθηση2. ανθώ, ευημερώ, ευδοκιμώνεοελλ.(για πρόσωπα)βρίσκομαι στην πιο δημιουργική φάση τής ζωής μου, στην ωριμότητά μου«ο ποιητής άκμασε στα μέσα τού 5ου αιώνα»αρχ.1. (για πρόσωπα) βρίσκομαι σε άρτια σωματική και πνευματική κατάσταση2. υπερέχω, εξέχω σε κάτι3. είμαι αρκετά δυνατός να κάνω κάτι4. (για καταστάσεις) βρίσκομαι στο ύψιστο σημείο, σε έξαρση5. (για σιτηρά) είμαι ώριμος, μεστώνω6. απρόσ. ακμάζειείναι κατάλληλος καιρός για κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκμή.ΠΑΡ. αρχ. ἀκμαστής, ἀκμαστικός.ΣΥΝΘ. παρακμάζω, υπερακμάζωαρχ.ἀνακμάζω, ἀπακμάζω, ἐνακμάζω, ἐξακμάζω, ἐπακμάζω, προακμάζω, συμπαρακμάζω, συνακμάζω, ὑπακμάζω].
Dictionary of Greek. 2013.